ὑπέμεινε

ὑπέμεινε
ὑπομένω
stay behind
aor ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χὐπέμεινε — ὑπέμεινε , ὑπομένω stay behind aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανάσταση — I Κατά τη διδασκαλία της Εκκλησίας, η Α. είναι το θεμελιώδες γεγονός κατά το οποίο ο Χριστός με τη σταύρωση και την ταφή κατάργησε το κράτος του θανάτου και χάρισε την αιώνια ζωή στο ανθρώπινο γένος. O Θεάνθρωπος ένωσε τη θεία με την ανθρώπινη… …   Dictionary of Greek

  • πολύτλας — αντος, ὁ, ΜΑ (κυρίως ως προσωνυμία τού Οδυσσέως) αυτός που υπέμεινε πολλά, καρτερικός («τὸν δ αὖτε προσέειπε πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + τλας (< τλῆναι, απαρμφ. τού επικ. αορ. ἔτλαν τού τλῶ, άω)] …   Dictionary of Greek

  • πύριος — Αλεξανδρινός θεολόγος και συγγραφέας, που έζησε στα τέλη του 3ου αι. μ.Χ. Aπό τους επιφανέστερους πρεσβύτερους της Εκκλησίας της Αλεξάνδρειας, ο Π. διετέλεσε διδάσκαλος και προϊστάμενος της αλεξανδρινής κατηχητικής σχολής και, για την πολυμάθειά… …   Dictionary of Greek

  • Μετς — (Metz). Πόλη (127.498 κάτ. το 1999) της ανατολικής Γαλλίας, πρωτεύουσα του νομού Μοζέλα (6.216 τ. χλμ., 1.023.447 κάτ.), στη Λορένη. Η ίδρυση της πόλης, που βρίσκεται στη συμβολή των ποταμών Σέιγ και Μοζέλα, ανάγεται στην αρχαιότητα. Υπήρξε… …   Dictionary of Greek

  • στέρηση — η 1. έλλειψη των αναγκαίων: Υπέμεινε πολλές στερήσεις. 2. απογύμνωση, αφαίρεση: Τιμωρήθηκε με πενταετή στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑπέμειν' — ὑπέμεινα , ὑπομένω stay behind aor ind act 1st sg ὑπέμεινε , ὑπομένω stay behind aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”